ἀνδρόγυνος
οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island
English (LSJ)
ὁ,
A man-woman, hermaphrodite, Pl.Smp.189e. 2 womanish man, effeminate person, Hp.Vict.1.28, Hdt.4.67, Aeschin.2.127, Plu.2.219f, cf. LXXPr.18.8; ἀνδρογύνων ἄθυρμα Eup.3D. 3 = pathicus, cinaedus, AP6.254 (Myrin.), cf. Lib.Decl.12.42. b of women, Sapphic, ἀ. ἔρωτες Luc. Am.28, cf. Artem.2.12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρόγῠνος: ὁ, ἀνήρ ἅμα καὶ γυνή, ὁ ἄρρην ἅμα καὶ θῆλυς, ἀνδρόγυνον γὰρ ἓν τότε μὲν ἦν καὶ εἶδος καὶ ὄνομα ἐξ ἀμφοτέρων κοινὸν τοῦ τε ἄρρενος καὶ θήλεος, νῦν δ’ οὐκ ἔστιν ἀλλ’ ἢ ἐν ὀνείδει ὄνομα κείμενον Πλάτ. Συμπ. 189Ε: ὡσαύτως γύνανδρος, Ἑρμαφρόδιτος. 2) γυναικώδης ἄνθρωπος, ἐκτεθηλυμμένος, θηλυπρεπής, ἐκνενευρισμένος, Ἡρόδ. 4. 67, Κωμ. Ἀνων. 250. Πλούτ. 2. 219F: ὡσαύτως ἡμίανδρος, ἡμιγύναιξ. 3) παθικός, pathicus, κίναιδος, Κωμ. Ἀνων. 335b, Ἀνθ. Π. 6. 254. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., κοινὸς εἴς τε τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναῖκας, λουτρὰ ἀνδρ., λουτρὰ ἐν χρήσει παρ’ ἀμφοτέρων συγχρόνως τῶν γενῶν, αὐτόθι 9. 783. ΙΙΙ. ἀνδρόγυνον, τό, ἐν τῇ Βυζαν. νομοθεσίᾳ, ὁ ἀνὴρ καὶ ἡ σύζυγος αὐτοῦ, τὸ συζυγικὸν ζεῦγος, ὡς παρ’ ἡμῖν· καὶ ἀνδρογυνο-χωριστής, ὁ διαχωρίζων τὸν ἄνδρα ἀπὸ τῆς γυναικός, Νομοκάνων Cotel. 219, Δουκάγγ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 hermaphrodite;
2 homme efféminé.
Étymologie: ἀνήρ, γυνή.
Spanish (DGE)
(ἀνδρόγῠνος) -ον
I 1de hombres afeminado, marica γίνονται ... οὗτοι ἀνδρόγυνοι Hp.Vict.1.28, Στατύλλιον ἀνδρόγυνον AP 6.254 (Myrin.), ὁμολόγησον ἀνδρόγυνος εἶναι Aeschin.2.127, φαίνεται ... ἀνδρόγυνος ἐπὶ τῆς ἑσπέρας Lib.Decl.12.42, cf. D.C.Epit.8.19.9, Plb.38.12.9
•subst. οἱ ἀνδρόγυνοι τὴν Ἀφροδίτην σφι λέγουσι μαντικὴν δοῦναι Hdt.4.67, ἀνδρογύνων ἄθυρμα (cj.), Eup.38A, ψυχαὶ δὲ ἀνδρογύνων πεινάσουσιν LXX Pr.18.8, τὴν θήλειαν νόσον ἀνδρογύνων Ph.2.261, cf. Plu.2.219e, Artem.4.37, Men.Asp.242, Sam.69, M.Ant.3.16.
2 subst. ὁ ἀ. hermafrodita Pl.Smp.189e, cf. 191d.
II de mujeres
1 lesbiana γυναῖκα ἀ. Artem.2.12 (p.125).
2 lésbico ἀνδρογύνους ἔρωτας Luc.Am.28.
III subst. τὸ ἀ. el matrimonio εἰς τὸ ἀνδρόγυνον Cyran.1.2.26, 3.22.3, cf. Ephr.Syr.3.158A.
IV bot. nenúfar blanco, Nymphaea alba L. y amarillo, Nuphar luteum Sibth et Sm., Ps.Apul.Herb.68.8.
V adv. -ον promiscuamente, en promiscuidad ἀνδρόγυνον γυνὴ μὴ λουέσθω Const.App.1.9.1, tb. -ως Epiph.Const.Haer.30.7.