ἀπαλθαίνομαι
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
fut. -ήσομαι,
A heal thoroughly, ἕλκἐ ἀπαλθήσεσθον (-ονται Aristarch.) Il.8.419: impf., Q.S.4.404.
German (Pape)
[Seite 276] = folgdm, Qu. Sm. 4, 404.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαλθαίνομαι: μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ.: ‒ ἰῶμαι, θεραπεύω ἐντελῶς, ἕλκε᾿ ἀπαλθήσεσθον (-εσθαι, Ἀρίσταρχ.) Ἰλ. Θ. 419· παρατ. παρὰ Κοΐντ. Σμ. 4. 404.
French (Bailly abrégé)
c. ἀπάλθομαι.
Étymologie: ἀπό, ἀλθαίνω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. ind. ἀπαλθήσεσθον Il.8.405, 419]
curar ἕλκε' Il.ll.cc., τύμματ' Q.S.4.404, cf. Hsch.s.u. ἀπαλθήσεσθαι.