διάημι

From LSJ
Revision as of 12:24, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάημι Medium diacritics: διάημι Low diacritics: διάημι Capitals: ΔΙΑΗΜΙ
Transliteration A: diáēmi Transliteration B: diaēmi Transliteration C: diaimi Beta Code: dia/hmi

English (LSJ)

[ᾰ], impf. διάην, Ep. Verb,

   A blow through, c. acc., τοὺς [θάμνους] . . οὔτ' ἀνέμων διάη μένος Od.5.478; πώεα . . οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Hes.Op.517: c. gen., τῶν [οὐρῶν] ψυχρὸς ἐὼν διάησι [Βορέας] ib.514.

German (Pape)

[Seite 578] (s. ἄημι), durchwehen; Odyss. 5, 478. 19, 440 θάμνους –. τοὺς (λόχμῃ –. τὴν) μὲν ἄρ' οὔτ' ἀνέμων διάη μένος ὑγρὸν ἀέντων, var. lect. διάει, vgl. Scholl. – Hes. O. 514; τινός, 511; διά τινος, 517.

Greek (Liddell-Scott)

διάημι: παρατ. διάην, Ἐπ. ῥῆμα, φυσῶ διά μέσου, διαπνέω, μετ’ αἰτιατ., τοὺς [θάμνους]… οὔτ’ ἀνέμων διάη (διάει) μένος Ὀδ. Ε. 478, Τ. 440· πώεα… οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 516· μετὰ γεν., τῶν [οὐρῶν] ψυχρὸς ἐὼν διάησι [[[Βορέας]]] αὐτόθι 514.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ sg. διάει;
souffler à travers.
Étymologie: διά, ἄημι.

English (Autenrieth)

ipf. διάει (διάη): blow through, Od. 5.478 and Od. 19.440.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): lesb., chipr. ζάημι Inc.Lesb.35.7, Hsch.s.u.u. ζάεντες y ζάει, pero v. διΐημι

• Morfología: [impf. διάη Od.5.478, 19.440]
soplar el viento a través de, traspasar soplando τὴν μὲν (λόχμην) ἄρ' οὔτ' ἀνέμων διάη μένος ὑγρὸν ἀέντων Od.19.440, cf. 5.478, πώεα ... οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Βορέω Hes.Op.517, c. gen. o giro prep. τῶν (θηρῶν) ... διάησι (Βόρεας) Hes.Op.514, διὰ παρθενικῆς ἁπαλόχροος οὐ διάησιν Hes.Op.519
en v. pas. ser traspasado por el viento ὄφρα (ἕρπυλλος) κλάδοις μακροῖσιν ἐφερπύζων διάηται Nic.Fr.74.41.