χόριον
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
τό,
A membrane that encloses the foetus in the womb, afterbirth, Hp.Nat.Puer.16, Arist.HA562a6, Dsc.3.150, Gal.UP15.4, Ruf.Onom.230, Porph.Marc.32, etc.; certain animals are said to eat it, Arist.HA611a18, Thphr.Fr.175; cf. ἀμνίον 1.2. 2 membrane round the inside of the egg, Arist.GA754a1. II any intestinal membrane: hence in pl. χόρια, τά, a dish made by stuffing it with honey and milk, haggis, Cratin.326, Ar.Fr.569.4, Alex.172.17, Theoc.9.19, ubi v. Sch.—It is uncertain to which of these senses is to be referred the prov. χαλεπὸν χορίω κύνα γεῦσαι 'don't let a dog taste blood', Theoc.10.11.
German (Pape)
[Seite 1366] τό (auch falsch accentuirt χορίον), 1) jede Haut, Fell, Leder, corium; sprichwörtlich von der Untilgbarkeit einmal eingewurzelter Gewöhnungen χαλεπὸν χορίω κύνα γεῦσαι, es ist schlimm, den Hund Leder kosten zu lassen, Theocr. 10, 11; vgl. canis a corio nunquam absterrebitur uncto Hor. Sat. 2, 5,83, unser »an kleinen Riemen lernt der Hund Leder fressen«. - 2) die häutige Hülle, welche die Frucht im Mutterleibe umschließt u. ihr bei der Geburt folgt, die Nachgeburt, Arist. H. A. 6, 3. – 3) χόρια, auch χόρεια, eine mit Honig und Milch zubereitete Speise; Alexis bei Ath. XII, 516 e; Theocr. 9, 19;
Greek (Liddell-Scott)
χόριον: τό, ὁ ὑμὴν ὁ περιβάλλων τὸ ἔμβρυον ἐν τῇ μήτρᾳ καὶ ἐξερχόμενος μετ’ αὐτὸ κατὰ τὸν τοκετόν, ὁ πλακοῦς, τὸ ὕστερον ἢ «ἀκόλουθον», Λατ. secundae, Ἱππ. 238, 6, Ἀριστ. περὶ Ζ. Ἱστ. 6. 3, 14, Διοσκ. 3. 167, Γαλην., κλπ.· λέγεται δὲ ὅτι ζῷά τινα ἐσθίουσιν αὐτό, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 5, 9, Θεοφρ. Ἀποσπ. 175 Wimm.· ὁ ἐσώτερος ὑμὴν ἐκαλεῖτο ἀμνίον (ἴδε ἐν λ.). 2) ὁ ὑμὴν ὁ περιβάλλων τὸ ᾠὸν ἔσωθεν τοῦ φλοιοῦ, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 25, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 3, 14. ΙΙ. πᾶς ὑμὴν τῶν ἐντέρων ἢ ἐντοσθίων καὶ ἐν τῷ πληθ., χόρια, τά, ἔδεσμα παρασκευαζόμενον ἐκ τῶν τοιούτων ὑμένων πληρουμένων διὰ γάλακτος καὶ μέλιτος, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 158, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 1. 16, Θεόκρ. 9. 19, ἔνθα ἴδε Σχολ. ― Εἶναι ἀβέβαιον εἰς τίνα τῶν σημασιῶν τούτων πρέπει νὰ ἀναγάγωμεν τὴν παροιμίαν, χαλεπὸν χορίῳ κύνα γεῦσαι, «νὰ μὴ συνηθίσῃ ὁ σκύλος ’ς τἀλεῦρι», Θεόκρ. 10. 11· οὕτω παρ’ Ὁρατίῳ, canis … a corio nunquam absterrebitur uncto· πρβλ. χορδὴ ΙΙ. 2. Πρβλ. Λατ. cor-ium = τῷ ἀρχ. Λατ. scor-tum, δέρμα ἢ δορά, Λιθ. skur-à (δέρμα, Ἀγγλ. skin)· ὥστε φαίνεται ὅτι ἐξέπεσεν τὸ ἀρκτικὸν s. Ὁ Pott σχετίζει τὰς λέξεις ταύτας πρὸς τὸ ξύω).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 peau, cuir;
2 arrière-faix;
3 membrane remplie d’une sorte de purée préparée avec du miel et du lait, friandise, appât pour les jeunes animaux.
Étymologie: DELG rien de certain, mais cf. χορ-δή et autres mots désignant des membranes qui enveloppent.