ὁρκίζω
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
Dor. fut.
A ὁρκιξέω IG 22.1126.13 (Delph.) :—like ὁρκόω (used with it in D.19.278), make one swear, administer an oath to a person, τινα; rejected by Phryn.338, but found in X.Smp.4.10, D.18.30,19.278,23.172, Arist.Fr.149,PCair.Zen.254.2 (iii B. C.) ; ὁ. ἐφ' ᾧ ἔσται SIG684.25 (Dyme, ii B. C.) : c. dupl. acc., ὁ. τινὰς ὅρκον IG9(2).1109.52 (Thess., ii/i B.C.), 5(1).1390.1 (Andania, i B. C.); ὁ. τινά, c. inf., LXXNe.5.12 ; adjure, δαίμονας, c. inf., PMag.Par.1.345 ; ὁ. τινὰ κατὰ τοῦ Θεοῦ LXX 2 Ch.36.13, cf. PMag.Par.1.289, PMag.Lond.121.242 ; ὁρκίζω σε τὸν Θεόν Ev.Marc.5.7, cf. PMag.Par.1.3045 ; οὐρανὸν ὁρκίζω σε Orph.Fr.299 ; ὁ. σε τοῖς Μήδων καὶ Περσῶν δόγμασιν ἵνα . . LXXDa.6.13:—Pass., to be sworn, ὡρκισμένοι νόμῳ ἰητρικῷ Hp.Jusj., cf. Plb.38.13.5.
German (Pape)
[Seite 378] = ὁρκόω, Einen schwören lassen, vereidigen, τινά, von den Atticisten verworfen, findet sich aber Xen. Symp. 4, 10, Dem. 18, 30. 23, 172; Pol. 16, 31, u. bei Folgdn häufig (s. die Beispiele, welche Lob. Phryn. 361 anführt), die auch ὁρκίζω τι sagen, Etwas beschwören.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρκίζω: Δωρ. μελλ. ὁρκιξέω Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 13. Ὡς τὸ ὁρκόω, (ἐν χρήσει μετ’ αὐτοῦ ἐν Δημ. 430. 21, 23) ὡς καὶ νῦν, βάλλω τινὰ νὰ ὁρκισθῇ, τινά˙ ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν ἀττικιζόντων, ἀλλ’ εὕρηται παρὰ Ξεν. ἐν τῷ Συμπ. 4, 10, Δημ. 235 ἐν τέλ., ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ 678. 5˙ πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 361˙ ὁρκ. τινὰ ἐφ’ ᾧ ... Συλλ. Ἐπιγρ. 1543. 25˙ ὁρκίζω σε τὸν Θεόν, σὲ ὁρκίζω ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ …, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ε΄, 5. 7˙ - Παθ., ὁρκίζομαι, ὡρκισμέναι νόμῳ ἰητρικῷ Ἱππ. Ὅρκ., πρβλ. Πολύβ. 38. 5, 5.
French (Bailly abrégé)
faire prêter serment, faire jurer, acc..
Étymologie: ὅρκος.
Spanish
conjurar, exigir la presencia, obligar mediante un conjuro, expulsar
English (Strong)
from ὅρκος; to put on oath, i.e. make swear; by analogy, to solemnly enjoin: adjure, charge.