ἄνυδρος
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
English (LSJ)
ον, (ὕδωρ)
A waterless, of arid countries, Hes.Fr.24, Hdt. 4.185; γῆ Hp.Aër.1; δάπεδα Trag. ap. Phot.p.151 R.; esp. without spring-water, Hdt.2.7 codd., cf. 149, 3.5; ἡ ἄνυδρος (sc. γῆ) Id.3.4 and 9, Arist.Fr.103, LXXIs.44.3; of seasons, Hp.Aph.3,14; θέρος Id.Aër.10; in E.Tr.1085 (lyr.), of a corpse, deprived of funeral lustrations; unwatered, σμύρνα Id.Ion89 (anap.). II ἄνυδρον, τό, = στρύχνον μανικόν, Dsc.4.73.
German (Pape)
[Seite 266] (ὕδωρ, vgl. ἄϋδρος), wasserlos, wasserarm, trocken, Her. öfter ἡ ἄνυδρος, die Wüste, 3, 4; σμύρνη Eur. Ion. 89. Von Todten, ἄθαπτος, ἄνυδρος Eur. Troad. 1084, entweder ungewaschen oder besser ohne Libation, worauf sich Hesych. Gl. ἀνύδρονος, ἄταφος, οὐ λελουμένος, οὐδὲ τῶν νομιζομένων τυχών bezieht.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνυδρος: -ον, (ὕδωρ) ὁ πάσχων ἔλλειψιν ὕδατος, μὴ ἔχων ὕδωρ, ἐπὶ ξηρῶν τόπων, Ἡσ. Ἀποσπ. 35, Marcksch, Ἡρόδ. 4. 185· γῆ Ἱππ. π. Ἀέρ. 280: ἰδίως ἄνευ πηγαίου ὕδατος, περὶ τοῦ Δέλτα τῆς Αἰγύπτου, Ἡρόδ. 2. 7, πρβλ. 149., 3. 5· ἡ ἄνυδρος (δηλ. γῆ) αὐτ. 3. 4 καὶ 9, Ἀριστ. Ἀποσπ. 99· ἐπὶ τῶν ὡρῶν τοῦ ἔτους, ἢν δὲ βόρειον ᾖ καὶ ἄνυδρον [τὸ φθινόπωρον] Ἱππ. Ἀφ. 1247· ἐν Εὐρ. Τρῳ. 1085, ἐπὶ νεκροῦ μὴ ἀξιωθέντος ἐπικηδείων λουτρῶν. Ἐν Ἴωνι 89· σμύρνης δ’ ἀνύδρου εἶναι ἡ πιθανὴ γραφή, σημαίνει δὲ ξηρᾶς· ἴσως λέγεται οὕτω διότι παράγεται ἐν ἀνύδροις χώραις.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans eau, sec.
Étymologie: ἀ, ὕδωρ.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no tiene agua de comarcas o lugares áridos Ἄργος Hes.Fr.128, de Libia, Hdt.4.185, χωρίον Hdt.3.5, D.C.41.22.4, γῆ Hp.Aër.1, ἐπὶ τὰς ἀνύδρους Ἀμμωνίαδας ἕδρας E.Alc.115, δάπεδα E.Fr.955hSn., νῆσος Philostr.VA 7.16, νησίδιον D.C.41.48.3, ὄρη D.C.76.12.1
•de comarcas regadas artificialmente, Hdt.2.149, POxy.918.2.10 (II d.C.)
•subst. ἡ ἄνυδρος tierra árida Hdt.3.4, 9, Arist.Fr.103, LXX De.32.10
•τὰ ἄνυδρα tierras áridas Hdt.3.6
•seco de estaciones, Hp.Aph.3.14, θέρος Hp.Aër.10
•de cosas σμύρνα E.Io 89
•fig. árido, estéril ἡ τῆς ἐλευθερίας ὁδός Vit.Aesop.G 94.
2 privado de lustraciones fúnebres de un cadáver, E.Tr.1085, Hsch.
II ἄνυδρον, τό estramonio, Datura stramonium L. o más probablemente belladona, Atropa belladonna L., Dsc.4.73.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and ὕδωρ; waterless, i.e. dry: dry, without water.