καταμένω

From LSJ
Revision as of 17:51, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμένω Medium diacritics: καταμένω Low diacritics: καταμένω Capitals: ΚΑΤΑΜΕΝΩ
Transliteration A: kataménō Transliteration B: katamenō Transliteration C: katameno Beta Code: katame/nw

English (LSJ)

fut.

   A -μενῶ Men.Epit.197:—stay, Thgn.1373, Hdt.2.103, 121.δ, etc.; ἐνθάδ' αὐτοῦ κ. Ar.Pl.1187; ἐνταῦθα X.Cyr.1.4.17; κ. ἐν τοῖς δήμοις Lys.31.18; παρά τινι Eub.21; reside, PHal.1.183 (iii B. C.), Act.Ap.1.13; ἐν ἐποικίῳ PFay.24 (ii A. D.), etc.    2 remain fixed, continue in a state, ἐν τοῖς ὑπηρετικοῖς ὅπλοις X.Cyr.2.1.18; ἐπὶ τῶν αὐτῶν Gal.6.328; ἔν τινι Id.2.27; ἐπὶ τοῖς ὑπάρχουσι Nymphod.21: abs., τῆς εἰωθυίας ἀρχῆς καταμενούσης X.Cyr.3.1.30.

German (Pape)

[Seite 1363] ff, μένω), verweilen, verbleiben; ἐνθάδ' αὐτοῦ καταμενεῖν Ar. Plut. 1187; Plat. Rep. VII, 519 d; τῆς εἰωθυίας ἀρχῆς καταμενούσης Xen. Cyr. 3, 1, 29; Folgende; bei Etwas beharren, ἐπί τινος, ἔν τινι, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταμένω: διαρκῶς μένω ἔν τινι τόπῳ, ἀντίθ. τῷ ἀπέρχομαι, οἱ ἀπόγονοι τῶν καταμεινάντων Ξεν. Κύρ. 8. 4, 28, Θέογν. 1373, Ἡρόδ. 2. 103, 121, 4, κλ˙ ἐνθάδ’ αὐτοῦ κ. Ἀριστοφ. Πλ. 1187˙ ἐνταῦθα Ξεν. Κύρ. 1. 4, 17˙ κ. ἐν τοῖς δήμοις Λυσ. 188. 25˙ παρά τινι Εὔβουλος ἐν «Δαιδ.» 1. 2) διαμένω στερεός, διαμένω ἔν τινι καταστάσει, ἐν ὑπηρετικοῖς ὅπλοις Ξεν. Κύρ. 2. 1, 18˙ ἐπὶ τῶν αὐτῶν Γαλην. 6. 328, 13˙ ἀσμένως ἐπὶ τοῖς ὑπάρχουσι καταμένουσι= προσκαρτεροῦσι, Νυμφόδ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 337˙ ἀπολ., τῆς εἰωθυίας ἀρχῆς καταμενούσης Ξεν. Κύρ. 3. 1, 30, «μενούσης ἀμεταβλήτου, μονίμου καθισταμένης˙ καμμένειν οἱ Λάκωνες ἀντὶ τοῦ καταμένειν» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

1 rester, demeurer;
2 se maintenir, durer ; rester dans un état, dans une condition.
Étymologie: κατά, μένω.

English (Strong)

from κατά and μένω; to stay fully, i.e. reside: abide.