μετοχή
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ἡ, (μετέχω)
A sharing, participation, Hdt.1.144, Pl.Ep.345a, AP9.316.9 (Leon.); περὶ μετοχῆς τοῦ παραδείσου their shares in the orchard, PCair.Zen.369.2 (iii B.C.); παρουσία καὶ μ. Plu.2.945f; τίς μ. δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ; 2 Ep.Cor.6.14; κατὰ μετοχήν in virtue of participation in something else, Arist.Metaph.1030a13, Ph.1.47; κατὰ μετοχήν τε καὶ μετουσίαν τῆς ἰδέας Polyxenus ap. Alex. Aphr. in Metaph.84.17; μ. καὶ θείων καὶ ἀνθρωπίνων πάντων GDI5040.13, cf. 5042.8 (Hierapytna). 2 Astrol., joint possession or occupation by two planets, Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr.8(3).107,115, Porph.in Ptol.190. 3 partaking of food, τῇ τῶν ζῴων μετοχῇ lamb.VP24.108 codd. (dub.l.). 4 partnership, PRev.Laws14.10 (pl., iii B.C.), etc. II Gramm., participle, D.T.634.5, D.H.Comp.2, Plu.2.1011c, A.D.Synt.15.20, al., Poll.7.9, Eust.138.16. III compactness, LXX Ps.121(122).3.
German (Pape)
[Seite 162] ἡ, das Mithaben (μετέχω), die Theilnahme; Her. 1, 144; Plat. ep. 345 a. – Bei den Gramm. das Participium.
Greek (Liddell-Scott)
μετοχή: ἡ, (μετέχω) τὸ μετέχειν, μέθεξις, κοινωνία, Ἡρόδ. 1. 144, Ἐπ. Πλάτ. 345Α· κατὰ μετοχήν, ἕνεκα ἑνότητος μετά τινος ἄλλου, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 4, 11· μετὰ γεν., συμετοχὴ ἔν τινι, καὶ θείων καὶ ἀνθρωπίνων πάντων Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 13, πρβλ. 2554. 25. 2) = συνάφεια, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΚΒ΄, 3). 3) παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἕλλησι, γῆ κατεχομένη κοινῶς παρὰ πολλῶν. ΙΙ. ὁ γνωστὸς γραμματικὸς τύπος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 2, Εὐστ. 138, 19, κλ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 participation, communauté;
2 t. de gramm. ἡ μετοχή (ἔγκλισις) le participe.
Étymologie: μετέχω.
English (Strong)
from μετέχω; participation, i.e. intercourse: fellowship.
English (Thayer)
μετοχης, ἡ (μετέχω) (Vulg. participatio); a sharing, communion, fellowship: Herodotus, Anthol., Plutarch, others.)