χωνευτικός

From LSJ
Revision as of 06:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

German (Pape)

[Seite 1386] zum Schmelzen, Metallgießen gehörig, geschickt, Gloss.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χωνευτικός, -ή, -όν, ΝΜ χωνεύω / χωνευτός
νεοελλ.
1. αυτός που διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης («χωνευτικό νερό»)
2. αυτός που χωνεύεται εύκολα, εύπεπτος
μσν.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χώνευση τών μετάλλων, στη χύτευση.