αγίασμα

From LSJ
Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

το (Α ἁγίασμα) αγιάζω
νερό καθαγιασμένο με θρησκευτική τελετή, αγιασμός
νεοελλ.
1. καθαγίαση με θρησκευτική τελετή, αγιασμός
2. ράντισμα με αγιασμένο νερό
3. πηγή από την οποία ρέει νερό που θεωρείται ιερό και έχει θεραπευτικές ιδιότητες
4. ο γύρω από την πηγή αυτή χώρος
εκκλ.
1. οτιδήποτε είναι ιερό, αγιασμένο, εξαγνισμένο
2. ο τόπος ο προορισμένος για τη λατρεία του Θεού (πρβλ. ἁγιαστήριον)
3. η Αγία Τράπεζα
4. τα Τίμια Δώρα
5. ιερότητα, αγιότητα.