Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
η (Α ἀδυναμία) ἀδύναμος
1. η λόγω ασθένειας, κόπωσης ή ελλιπούς τροφής καταβολή των σωματικών δυνάμεων, εξασθένηση, εξάντληση, ατονία
2. έλλειψη ικανότητας για κάτι, ανικανότητα
νεοελλ.
1. ελάττωμα, κακή συνήθεια
2. υπερβολική συμπάθεια, μεγάλη αγάπη
αρχ.
έλλειψη πόρων, φτώχεια.