αγιάζω

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

Greek Monolingual

ἁγιάζω)
κάνω κάποιον ή κάτι άγιο με εκκλησιαστική ευχή ή τελετή, εξαγνίζω, καθαγιάζω
νεοελλ.
1. ευλογώ
2. ραντίζω με αγιασμένο νερό
3. γίνομαι άγιος ή τιμώμαι ως άγιος
4. αδυνατίζω, γίνομαι σκελετός, απισχναίνομαι
αρχ.
1. καθαγιάζω κάτι θυσιάζοντας
2. βεβηλώνω, μιαίνω, μολύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅγιος.
ΠΑΡ. ἁγίασις, ἁγίασμα, ἁγιασμός, ἁγιαστήριον.