αίθριος

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

-ια, -ιο (Α αἴθριος, -ία, -ιον)
1. (για τον ουρανό και τον καιρό) καθαρός, ανέφελος, λαμπρός
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. λ. αίθριο, το
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί την αιθρία
λέγεται για τους ανέμους και κυρίως για τον βοριά
2. ως επίθ. του Διός
3. διάφανος, διαυγής: «αἴθριος πάγος» (Σοφοκλής)
4. υπαίθριος, ψυχρός, παγερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἶθρος αἰθήρ.
ΠΑΡ. αρχ. αἴθριο
νεοελλ.
αιθριότητα.
ΣΥΝΘ. υπαίθριος
αρχ.
αἰθριοκοιτῶ].