αἰτίωμα
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
τό, = αἰτίαμα, PFay.111 (iA.D.), Act.Ap.25.7.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
acusación πολλὰ καὶ βαρέα αἰτιώματα Act.Ap.25.7, cf. PFay.111.8 (I d.C.).
English (Abbott-Smith)
αἰτίωμα (Rec. αἰτίαμα, the usual form; v. MM, VGT, s.v.), -τος, τό (< αἰτιάομαι, αἰτία),
a charge, accusation: Ac 25:7. †
Greek Monolingual
αἰτίωμα, το (Α) αἰτιῶμαι
απόδοση ενοχής, κατηγορία.
Russian (Dvoretsky)
αἰτίωμα: ατος τό NT = αἰτίαμα.
Chinese
原文音譯:a„t⋯ama 埃提阿馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:請求(果效)
字義溯源:加罪於某事,控告,控訴;源自(αἰτία)=原因);而 (αἰτία)出自(αἰτέω)*=問)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 控告(1) 徒25:7
French (New Testament)
ατος (τὸ) accusation
αἰτιάομαι