φίλανδρος
English (LSJ)
φίλανδρον,
A loving men; of a country, loving its men, πέδον A.Th.902 (lyr.).
II loving masculine habits, of Atalanta, S.Fr.1111; Ἀμαζόνες Plu.Thes.26.
2 of women, lewd, Pl.Smp. 191e.
3 loving one's husband, Ep.Tit.2.4, Ph.2.431, Plu. Alc.8, Iamb.post Polem.p.48 Hinck, Luc.Halc.8; freq. in epitaphs, Epigr.Gr.387.12 (Apamea), IG14.1976; ψυχῇ φιλανδροτάτῃ IG14. 607f (Caralis). Adv. φιλάνδρως, ἔζησε ib.12(3).280 (Anaphe).
German (Pape)
[Seite 1274] 1) den Mann, den Gatten liebend; Luc. Halc. 8; Plut. Thes. 16 u. öfter. – 2) Männer liebend; Soph. frg. 356; γυναῖκες φίλανδροι καὶ μοιχεύτριαι Plat. Conv. 191 e; – auch πέδον, Aesch. Spt. 902.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. qui aime son époux;
II. 1 qui aime les hommes, càd ses habitants en parl. d'un pays;
2 qui aime les hommes ou les habitudes viriles;
3 qui aime les hommes, passionné pour les hommes.
Étymologie: φίλος, ἀνήρ.
Russian (Dvoretsky)
φίλανδρος:
1 любящая мужчин (γυναῖκες Plat.);
2 любящая своего мужа: φ. ἔρως Luc. любовь к мужу;
3 любящая мужской образ жизни (ἡ Ἀταλάντη Soph.);
4 любящий своих мужей: στένει πέδον φίλανδρον Aesch. стонет край (фиванский) по своим любимым сынам.
Greek (Liddell-Scott)
φίλανδρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς ἄνδρας, ἐπὶ χώρας ἀγαπώσης τοὺς ἑαυτῆς κατοίκους, πέδον Αἰσχύλ. Θηβ. 902. ΙΙ. ἐπὶ γυναικῶν, ἡ ἀγαπῶσα τοὺς ἄνδρας ἢ τὰς ἀνδρικὰς ἕξεις, Σοφ. Ἀποσπασμ. 356. 2) ἡ ἀγαπῶσα τοὺς ἄνδρας, μάχλος, ἀσελγής, Πλάτ. Συμπ. 191Ε. 3) ἡ ἀγαπῶσα τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα, τὸν σύζυγον, Ἐπιστ. πρὸς Τιμ. β΄, 4, Λουκ. Ἀλκ. 8· συχν. ἐν ἐπιτυμβίοις, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 387. 12., 642. 12, κ. ἀλλαχ.· ψυχῇ φιλανδροτάτῃ αὐτόθι 547. 14. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 321.
English (Strong)
from φίλος and ἀνήρ; fond of man, i.e. affectionate as a wife: love their husbands.
English (Thayer)
φιλανδρον (φίλος and ἀνήρ) (from Aeschylus down (in other senses)), loving her husband: φιλανδροι καί σώφρονες γυναῖκες, Plutarch, praec. conj. c. 28).
Greek Monolingual
-η, -ο / φίλανδρος, -ον, ΝΜΑ
(για γυναίκα) α) αυτή που αγαπά τον άνδρα της, τον σύζυγό της
β) (με κακή σημ.) αυτή που της αρέσουν πολύ οι άνδρες, ανδρομανής («γυναῖκες φίλανδροί τε καὶ μοιχεύτριαι», Πλάτ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο φίλανδρος
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους μαρσιποφόρων της τροπικής Αμερικής
αρχ.
1. (για τόπο ή για χώρα) αυτός που αγαπά τους κατοίκους του («στένει πέδον φίλανδρον», Αισχύλ.)
2. (για γυναίκα) αυτή που αγαπά τους άνδρες ή τις ανδρικές συνήθειες.
επίρρ...
φιλάνδρως Α
με φιλανδρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. μίσανδρος].
Greek Monotonic
φίλανδρος: -ον (ἀνήρ),
1. αυτός που αγαπά τους άνδρες, σε Αισχύλ.
2. αυτή που αγαπά το σύζυγό της, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
φίλ-ανδρος, ον, ἀνήρ
1. loving men, Aesch.
2. loving one's husband, NTest.
Chinese
原文音譯:f⋯landroj 非而-安得羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:喜愛-人
字義溯源:愛男人,愛丈夫;由(φίλος)*=親愛)與(ἀνήρ)*=人)組成
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編:
1) 愛丈夫(1) 多2:4