ἀναμηρυκάομαι

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμηρυκάομαι Medium diacritics: ἀναμηρυκάομαι Low diacritics: αναμηρυκάομαι Capitals: ΑΝΑΜΗΡΥΚΑΟΜΑΙ
Transliteration A: anamērykáomai Transliteration B: anamērykaomai Transliteration C: anamirykaomai Beta Code: a)namhruka/omai

English (LSJ)

or ἀναμαρυκάομαι, chew the cud, Ath.9.390f, Luc.Gall. 8.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀναμαρυκῶμαι Luc.Gall.8
rumiar τὴν τροφήν Alex.Mynd. en Ath.390f, τῇ μνήμῃ τὰ βεβρωμένα Luc.l.c.

German (Pape)

[Seite 198] wiederkäuen, Luc. Gall. 8; vgl. Alex. Mynd. Ath. 390 f.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
ruminer.
Étymologie: ἀνά, μηρυκάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμηρῠκάομαι: v.l. = ἀναμαρυκάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμηρυκάομαι: ἢ ἀναμᾱρ-, ἀποθ., ἀναμασῶμαι, κοιν. «μαρκιῶμαι», Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 390F, Λουκ. Ἀλεκτρ. 8.

Greek Monotonic

ἀναμηρυκάομαι: ή ἀναμᾱρ-, αποθ., αναμασώ τροφή, σε Λουκ.

Middle Liddell

to chew the cud, Luc.