ἐπιοῦσα

German (Pape)

[Seite 967] (von ἐπιέναι, w. m. s.), ἡ, sc. ἡμέρα, der kommende, folgende Tag.

English (Strong)

feminine singular participle of a comparative of ἐπί and eimi (to go); supervening, i.e. (ἡμέρα or νύξ being expressed or implied) the ensuing day or night: following, next.

Greek Monolingual

η (Α ἐπιούσα)
(θηλ. της μτχ. επιών του έπειμι ως ουσ. κατά παράλειψη του ονόμ. ημέρα) η επομένη, η ακόλουθη μέρα (α. «πρόθεσιν ἔχοντες κατὰ τὴν ἐπιοῦσαν πολιορκεῖν», Πολ.
β. «έφθασε την επιούσα»).

Russian (Dvoretsky)

ἐπιοῦσα: ἡ (sc. ἡμέρα) следующий день NT.

Mantoulidis Etymological

(ἐνν. ἡμέρα = ἡ ἑπόμενη μέρα). Ἀπό τό ἔπειμι (ἐπί + εἶμι = ἔρχομαι). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα εἶμι.

French (New Testament)

ης (ἡ) s.e. ἡμέρα
le jour suivant
ἔπειμι 2]