Search results

From LSJ
  • υποχωρεί σε κάτι, που γίνεται δούλος, που αδυνατεί να αντισταθεί («ἥττων τοῦ τῆσδ' ἔρωτος», «ἥττων τῶν αἰσχρῶν», «ὀργῆς», «χρημάτων» κ.λπ.) 2. αυτός που εξαντλείται
    4 KB (324 words) - 10:54, 24 August 2022
  • υποχωρεί σε κάτι, που γίνεται δούλος, που αδυνατεί να αντισταθεί («ἥττων τοῦ τῆσδ' ἔρωτος», «ἥττων τῶν αἰσχρῶν», «ὀργῆς», «χρημάτων» κ.λπ.) 2. αυτός που εξαντλείται
    3 KB (200 words) - 14:11, 27 March 2021
  • όμοια με, καθώς 5. φρ. α) «ουδ' ὁποῖος» — κανένας πουθενά β) «οὐδ' ὁποῖος ἥττων» — κατώτερος από κανέναν, καθόλου κατώτερος 6. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.)
    4 KB (321 words) - 09:40, 13 October 2022
  • -ον (Α ἥσσων, -ον) αρχαιότ. αττ. τ. του μετγν. αττ. τ. ἥττων. ἥσσων: ἧσσον, γεν. -ονος, Αττ. ἥττων, Ιων. ἕσσων, συγκρ. του κακός ή του μικρός (αλλά σχηματισμένο
    21 KB (2,077 words) - 14:21, 16 November 2024
  • 赫他哦 詞類次數:動詞(3) 原文字根:減少 字義溯源:使惡化,次於,較小,擊敗,勝過,不及,制服,制伏;源自(ἥσσων / ἥττων)=更壞);而 (ἥσσων / ἥττων)出自(ἦθος)X*=輕微地) 出現次數:總共(3);林後(1);彼後(2) 譯字彙編: 1) 你們⋯不及(1) 林後12:13;
    1 KB (151 words) - 16:45, 24 November 2022
  • etc.; λ. τι κέρδους Id.45.14; especially of unjust gain, Din. 1.45; παντὸς ἥττων λήμματος unable to resist any temptation of gain, D.19.339; ὥσπερ ἂν τρυτάνη
    11 KB (1,002 words) - 18:24, 19 November 2024
  • ἐλάσσων, ἥσσων, ἥττων, καταδεής, ἐπιεικτός, ὕστερος, ἐνδεής
    160 bytes (7 words) - 08:00, 15 October 2019
  • ἥσσων, ἥττων, μείων, καταδεής, χείρων, χερείων, χερῄων, ἐλάσσων
    168 bytes (8 words) - 17:05, 18 October 2019
  • 9.11; γαστρὸς ἐγκρατής = master of his belly, Id.Mem.1.2.1; opp. γαστρὸς ἥττων, ib.1.5.1; γαστρὶ δουλεύειν, γαστρὶ χαρίζεσθαι, to be the slave of his belly
    49 KB (5,124 words) - 18:19, 7 November 2024
  • 39, 4 ; Nep. Hann. 1, 2 ; causa superior, inferior Cic. Br. 30 [κρείττων, ἥττων λόγος, la cause la plus forte (la meilleure), la plus faible (la moins bonne) ;
    6 KB (581 words) - 14:24, 11 October 2024
  • Bacch.1, AP6.220.2 (Diosc.), cf. Pl.Lg.790e. II Adv. ἐκφρόνως = senselessly, ἥττων γίγνεσθαι τῶν προσπιπτόντων Hld.6.9. -ον I 1en gener. fuera de sí, frenético
    8 KB (729 words) - 13:35, 23 March 2024
  • Cyr.6.1.36, cf. Pl.Ti.19d: followed by ὅτι, ὡς, ἐμοῦ κατέγνωκας ὅτι εἰμὶ ἥττων τῶν καλῶν Pl.Men. 76c; οὐκ ἂν καταγνοίην ὑμῶν οὐδενὸς ὡς… ἀμελήσετε D.21
    26 KB (2,421 words) - 14:29, 16 November 2024
  • information: adv. Meaning: slowly, still, a little (Il.); Other forms: adj. compar. ἥττων, Ion. ἥσσων smaller, weaker (Il.), superl. ἤκιστος slowest (Ψ 531), adv.
    10 KB (1,024 words) - 10:10, 25 August 2023
  • -ον (Α ἥσσων, -ον) αρχαιότ. αττ. τ. του μετγν. αττ. τ. ἥττων.
    131 bytes (12 words) - 07:17, 29 September 2017
  • κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἡττῶμαι «νικιέμαι, βγαίνω ηττημένος» (< ἥττων «κατώτερος, υποδεέστερος»)].
    500 bytes (20 words) - 12:42, 29 September 2017
  • λιπαρούντων ἧ. Plu.Brut.6. [Seite 1177] ἡ, Thuc. 7, 72, att. ἧττα (vgl. ἥττων), Niederlage; Gegensatz von νίκη, Plat. Legg. I, 638 b Lach. 196 a; ἧτταν
    5 KB (431 words) - 14:28, 16 November 2024
  • third sources: ἡττάομαι, ἡττάω, ἥττων, Att. for ἧσσα (defeat, discomfiture). att. c. ἧσσα. ἧττα: ἡττάομαι, ἡττάω, ἥττων, ἴδε ἧσσ-. η (AM ἧττα, και παλαιότ
    2 KB (101 words) - 16:30, 24 November 2022
  • είμαι εξαντλημένος ψυχικά («ἑσσωμένοι ἦσαν τῷ θυμῷ», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήττων, κατ' αναλογία προς το νικώμαι. Υποχωρητικό παρ. ήττα].
    2 KB (105 words) - 16:30, 26 March 2021
  • 赫他哦 詞類次數:動詞(3) 原文字根:減少 字義溯源:使惡化,次於,較小,擊敗,勝過,不及,制服,制伏;源自(ἥσσων / ἥττων)=更壞);而 (ἥσσων / ἥττων)出自(ἦθος)X*=輕微地) 出現次數:總共(3);林後(1);彼後(2) 譯字彙編: 1) 你們⋯不及(1) 林後12:13;
    1 KB (140 words) - 20:10, 3 October 2022
  • ὑφήσσον, Α ο κάπως πιο κοντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἥσσων / ἥττων «μικρότερος»].
    306 bytes (12 words) - 12:53, 29 September 2017
View (previous 20 | ) (20 | 50 | 100 | 250 | 500)