Search results
From LSJ
- occupied (cf. Winer's Grammar, 114 (108)); so in the N. T. in πόλις Ιουδα (Χεβρων ἐν τῷ ὄρει Ιουδα, B. D. American edition under the word Juda, a City of.)550 bytes (66 words) - 18:11, 28 August 2017
- of Hebrew origin (יְהוּדָה or perhaps יֻטָּה); Judah (i.e. Jehudah or Juttah), a part of (or place in) Palestine: Judah. 原文音譯:'Ioud£ 衣烏打 詞類次數:專有名詞(3) 原文字根:手947 bytes (149 words) - 13:45, 3 October 2019
- ανθρώπου, άρτος (α. «τρώει σκέτο ψωμί» β. «καὶ ἐμβάξας τὸ ψωμίον δίδωσιν Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτη», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ' επέκτ.) τροφή, φαγητό 2. (γενικά)2 KB (146 words) - 06:29, 29 September 2017
- [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ πωλήσας τὸν ΛΟΓΟΝ, ἐπὶ τοῦ προδότου Ἰούδα, Γρηγ. Ναζ. λογοπράτης, ὁ (Α) (για τον Ιούδα) αυτός που πούλησε τον Λόγο του Θεού, τον Χριστό.832 bytes (53 words) - 07:48, 9 September 2024
- Ἰουδοτέλεστος: ὁ, ὁ σχὼν τὸ τέλος τοῦ Ἰούδα, Θ. Στουδ. σ. 1476, ἔκδ. Mi.150 bytes (14 words) - 09:46, 5 August 2017
- ἀγκτικὰ: ἀργύρια τοῦ Ἰούδα (παρὰ τοῦ ἄγχω) Θ. Στουδ. σ. 1477. ἔκδ. Μι. ― Ἐν τῷ Στεφ. Θησ. ἐτέθη μὲν τὸ ἐπίθετον τοῦτο, ἀλλὰ μόνον ἐκ τῆς Αἰλ. Ἱστ. ζῴων678 bytes (64 words) - 09:46, 5 August 2017
- τοῦ ἀργύρου, φιλάργυρος, πλεονέκτης, Γρηγ. Ναζ. ΙV. 148A., ἐπίθετον τοῦ Ἰούδα. (ἀργῠροτρώκτης) -ου, ὁ devorador de dinero, avaro de Judas Chr.Pat.141.349 bytes (27 words) - 12:17, 21 August 2017
- pas. ῥυθμοὶ ... ἐγκατατεταγμένοι ἀδήλως en la prosa, D.H.Comp.25.9, ἡ γοῦν Ἰούδα προδοσία ... ἐγκατατέτακται τοῖς εὐαγγελίοις Origenes Io.1.11, cf. Clem.Al3 KB (238 words) - 10:49, 25 August 2023
- ἀγκτικά, τα (Μ) ἄγχω αμοιβή για απαγχονισμό, τα αργύρια του Ιούδα.149 bytes (11 words) - 06:23, 29 September 2017
- ἀργυροτρώκτης, ο (Α) αυτός που τρώει άργυρο, παραδόπιστος, πλεονέκτης (επίθ. του Ιούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + τρώκτης < τρώγω.412 bytes (16 words) - 06:58, 29 September 2017
- το φιλί για νά 'χει νοστιμάδα», παροιμ.) 2. βλ. φελί 3. φρ. «το φιλί του Ιούδα» — προδοσία από πρόσωπο που υποκρινόταν τον φίλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλεῖν, απρμφ640 bytes (38 words) - 12:43, 29 September 2017
- οποίοι τιμούσαν τον Κάιν ως όργανο σοφίας και εχθρό του Δημιουργού και τον Ιούδα τον Ισκαριώτη ως ευεργέτη του ανθρώπινου γένους και ως γνώστη της αλήθειας850 bytes (63 words) - 14:38, 6 February 2024
- πράγμ., ἀγωνίζομαι ὑπέρ τινος πράγματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 19, Ἐπιστολ. Ἰούδα, 3· ἀπολ., Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 3. 93: ― ἑτέροις ἔξωθεν... τεκμηρίοις, δυνάμει ἑτέρων5 KB (467 words) - 11:37, 3 March 2024
- έχει στεγαστεί ακόμη» β. «στεγάσαι τοὺς οἴκους οὓς ἐξωλόθρευσαν βασιλεῖς Ἰούδα», ΠΔ γ. «στεγάζειν γείσεσιν λιθίνοις», επιγρ.) νεοελλ. 1. εγκαθιστώ σε οίκημα6 KB (446 words) - 10:15, 25 August 2023
- μονάδα 2. οἱ ἕνδεκα οι έντεκα μαθητές του Χριστού μετά την προδοσία του Ιούδα νεοελλ. φρ. 1. «χαθήκαμε κι οι έντεκα» — είμαστε εντελώς χαμένοι 2. φρ. το1 KB (84 words) - 06:38, 29 September 2017
- μονάδα 2. οἱ ἕνδεκα οι έντεκα μαθητές του Χριστού μετά την προδοσία του Ιούδα νεοελλ. φρ. 1. «χαθήκαμε κι οι έντεκα» — είμαστε εντελώς χαμένοι 2. φρ. το1 KB (49 words) - 07:08, 29 September 2017
- ἑορτὴ ἀνανεώσεως ἢ καθιερώσεως, Ἑβδ. (Δαν. Γ΄, 2)· ἰδίως ἡ ὁρισθεῖσα ὑπὸ Ἰούδα τοῦ Μακκαβαίου κατὰ τὴν ἀνοικοδόμησιν τοῦ ναοῦ, Εὐαγγ. κ. Ἰω. 10. 22, πρβλ6 KB (667 words) - 10:40, 23 November 2023
- [γῆς λίμνης] Hdt.4.52, cf. Ael.NA14.16, etc. b of persons, originate, ἐξ Ἰούδα ἀνατέταλκεν ὁ κύριος Ep.Heb.7.14. 3 grow, of hair, ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ21 KB (2,267 words) - 06:50, 20 October 2024
- .. πρᾶγμα ... ἀσυνθετώτατον D.19.136, de los gentiles Ep.Rom.1.31, ἡ ἀ. Ἰούδα la pérfida Judá LXX Ie.3.7, cf. Ptol.Tetr.3.14.35, Gr.Naz.M.35.1133C. 2 que8 KB (836 words) - 17:32, 21 November 2024
- ανακάτεμα υγρών 9. σιδερένιο καρφί 10. είδος λεύκας 11. το λεγόμενο δέντρο του Ιούδα, κερκίς η κοινή, η ξυλοκερατιά 12. το φυτό ψευδοβρυωνία η κρητική, το αγριόκλημα5 KB (355 words) - 14:17, 1 March 2024