Σουσίς
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, the province of Susa, A. Pers. 119, 557 (s.v.l.).
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
de Suse ; ἡ Σουσίς la province de Suse, la Susiane.
Étymologie: Σοῦσα.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
η επαρχία τών Σούσων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Σοῦσα + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. Ἀργολίς)].
Russian (Dvoretsky)
Σουσίς: ίδος adj. f родом из Суз (γυνή Xen.).
ίδος ἡ Aesch. = Σουσιανή.
Middle Liddell
Σουσίς, ίδος, ἡ,
= Σοῦς Aesch.; but Σ. γυνή a woman of Susa, Xen.