Σπάρτηνδε

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Middle Liddell

to Sparta, Od.

French (Bailly abrégé)

adv.
à Sparte ; vers Sparte.
Étymologie: Σπάρτη, -δε.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. προς την Σπάρτη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Σπάρτην, αιτ. της λ. Σπάρτη + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. Κρήτηνδε)].

German (Pape)

nach Sparta, Od. 1.285.

Russian (Dvoretsky)

Σπάρτηνδε: adv. в Спарту Hom.