Σπάρτηνδε
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
Middle Liddell
to Sparta, Od.
French (Bailly abrégé)
adv.
à Sparte ; vers Sparte.
Étymologie: Σπάρτη, -δε.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. προς την Σπάρτη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Σπάρτην, αιτ. της λ. Σπάρτη + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. Κρήτηνδε)].
German (Pape)
nach Sparta, Od. 1.285.
Russian (Dvoretsky)
Σπάρτηνδε: adv. в Спарту Hom.