Φάνης
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
-ητος, ὁ, a divinity in the Orphic system, representing the first principle of life, Φάνητα…, πρῶτος γὰρ ἐφάνθη Orph. A. 15.
Greek Monolingual
-ητος, ο, ΝΜΑ
μυθ. πρωτόγονος θεός του ορφικού συστήματος, ο δημιουργός Έρως, ο οποίος αναπήδησε από το κοσμικό αβγό που γέννησε η Νυξ και ο οποίος αντιπροσώπευε την πρώτη αρχή του κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. φᾰν- του φαίνω + οδοντικό επίθημα -ης, -ητ-ος (πρβλ. κέλης, πένης)].
Russian (Dvoretsky)
Φάνης: ητος ὁ Фанет, «Сияющий» (бог-творец у орфиков) Diod.