ἄνεργος
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
English (LSJ)
ἄνεργον,
A not done, ἔργα ἄνεργα, Lat. facta infecta, δι' ἔργ' ἄνεργ' ὄλλυσαι = through deeds not done by yourself, you are ruined E.Hel.363.
2 = ἀνέργαστος, δέρμα Edict.Diocl.8.13,al.
3 inactive, opp. ἐνεργός, v.l. in J.AJ 16.2.4.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no es un hecho, ilusorio ἔργα E.Hel.363.
2 no curtido δέρμα DP 8.11, 13, 27.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est un acte criminel.
Étymologie: ἀ, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
ἄνεργος: несделанный: ἔργα ἄνεργα Eur. невольные (по друг. преступные) действия.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνεργος: -ον, ἐν τῇ φράσει, «ἔργα ἄνεργα» ἀτέλεστα, ἰὼ Τροία τάλαινα, δι’ ἔργ’ ἄνεργ ὄλλυσαι Εὐρ. Ἑλ. 363.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄνεργος, -ον) έργον
αυτός που δεν έχει εργασία, δεν εργάζεται, εκείνος που είναι χωρίς δουλειά
αρχ.
1. απραγματοποίητος
ανεκτέλεστος
2. ακατέργαστος, αδούλευτος
3. αδρανής, οκνηρός
4. φρ. «έργα άνεργα» — ολέθρια έργα.
Greek Monotonic
ἄνεργος: -ον (*ἔργω), ατέλεστος, ανολοκλήρωτος, σε Ευρ.
Middle Liddell
[*ἔργω
not done, Eur.