άτερ
From LSJ
Greek Monolingual
ἄτερ πρόθ. (Α)
(με γενική)
1. χώρια, ξέχωρα, χωριστά, μακριά
2. δίχως, χωρίς
3. εκτός, πλην, εξόν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἄτερ < ἁτέρ, με ιωνική - αιολική ψίλωση < IE. sn-ter. Ο τονισμός του τ. άτερ οφείλεται είτε σε αιολική βαρυτονία είτε στην προκλιτική λειτουργία του, στο ότι δηλ. αποτελούσε τονική ενότητα με την επόμενη λ. Ο τ. άτερ αντιστοιχεί προς τα αρχ. άνω γερμ. suntar «απομονωμένος, αλλά, έναντι τούτου» και νέο άνω γερμ. sonder(n) «αλλά», συνδέεται δε επίσης με το αρχ. ινδ. sanu-tάr «μακριά από»].