νουσαχθής
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
νουσαχθές, affected with disease, Opp.H.1.298.
Greek (Liddell-Scott)
νουσαχθής: -ές, βεβαρημένος ὑπὸ νόσου, ἀσθενής, Ὀππ. Ἁλ. 1. 298.
Greek Monolingual
νουσαχθής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) βαριά άρρωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος + -αχθής (< ἄχθος «βάρος, φορτίο»), πρβλ. μολιβ-αχθής οιν-αχθής].
German (Pape)
ές, mit Krankheit belastet, schwer krank, Opp. Hal. 1.298 (poet. für νοσαχθής).