ήνοψ
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
Greek Monolingual
ἦνοψ, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που λάμπει, λαμπρός («ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πιθ. < Fήν-οψ, με ανερμήνευτο το Fηv-. Η κατάληξη -οψ < οψ «όψη», πρβλ. αίθ-οψ, νώροψ κ.ά. με παρεμφερή σημασία με το ήνοψ. Ως επίθ. η λ. προσδιορίζει συνήθως τα: χαλκός, ουρανός, πυρ,-ός. Σύμφωνα με τη γλώσσα του Ησύχ. επίσης: ἤνοπα
λαμπρόν, πάνυ ἔνηχον, διαφανῆ).