αγροικία

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἀγροικία) ἄγροικος
συμπεριφορά που αρμόζει σε αγροίκο, τραχύτητα, σκαιότητα, χωριατιά
(νεοελλ. -αγροικιά) μωρία, ανοησία, απείθεια, ανυπακοή
αρχ.
ύπαιθρος, επαρχία σε αντίθεση προς την πρωτεύουσα ή την πόλη.
(II)
η (Α ἀγροικία)
εξοχική οικία, έπαυλη, οικία σε αγρόκτημα (στα αρχ. στον πληθ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγρὸς + οἰκία.