ακροαστικός

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source

Greek Monolingual

ή, -ό ακρόαση
1. αυτός που αναφέρεται στην ακρόαση
2. ο κατάλληλος για ακρόαση, κυρίως τα κατάλληλα για ακρόαση σημεία του σώματος κατά την ιατρική εξέταση
3. το ουδ. ως ουσ. τα ακροαστικά
4. Ιατρ.
στην ιατρική ζαργκόν λέγεται κατά παράλειψη του προσδιοριζόμενου ουσιαστικού «ευρήματα» (ακροαστικά ευρήματα), κάθε διαγνωστικό στοιχείο που συλλαμβάνεται με την εξεταστική μέθοδο της ακροάσεως κυρίως στους πνεύμονες.