ανακομίζω

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

ἀνακομίζω)
επαναφέρω, μεταφέρω, παίρνω μαζί μου (στα αρχ. και μέσ.)
μσν.- νεοελλ.
κάνω ανακομιδή, μεταφέρω τα οστά νεκρού από τον τάφο σε οστεοφυλάκιο, χωνευτήρι ή αλλού
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. ξεχρεώνω, εκπληρώνω, πραγματοποιώ
2. θεραπεύω, γιατρεύω
ΙΙ. μέσ. ανακαλύπτω κάτι που έχασα και το παίρνω μαζί μου, ανακτώ
ΙΙΙ. παθ.
1. φέρομαι αντίθετα προς το ρεύμα ή προς τα ενδότερα μιας χώρας
2. έρχομαι πίσω, επιστρέφω, διασώζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κομίζω.
ΠΑΡ. ανακομιδή].