ανταναφέρω
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
Greek Monolingual
ἀνταναφέρω (Α)
1. αναφέρω κάτι σε κάτι άλλο
2. επανορθώνω, αποζημιώνω.
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
ἀνταναφέρω (Α)
1. αναφέρω κάτι σε κάτι άλλο
2. επανορθώνω, αποζημιώνω.