αργόθριξ

From LSJ

τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source

Greek Monolingual

ἀργόθριξ (-τριχος) ο, η (Α)
αυτός που έχει άσπρες τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (Ι) + -θριξ < θρίξ (τριχός) (μελάνθριξ, καλλίθριξ κ.ά.)].