αὐθόρμητος

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθόρμητος Medium diacritics: αὐθόρμητος Low diacritics: αυθόρμητος Capitals: ΑΥΘΟΡΜΗΤΟΣ
Transliteration A: authórmētos Transliteration B: authormētos Transliteration C: afthormitos Beta Code: au)qo/rmhtos

English (LSJ)

αὐθόρμητον, self-impelled, Eustr.in EN33.29, Eust.1148.13. Adv. αὐθορμήτως Id.1370.23:—also αὐθορμητικῶς Sch.E.Hec.1227.

Spanish (DGE)

-ον
1 autoimpulsado αὐ. καὶ αὐτοκίνητος Eustr.in EN 33.29, τοὺς τρίποδας ὁ ποιητὴς πλάττει καὶ αὐθορμήτους Eust.1148.13.
2 adv. -ως espontáneamente ἐρωτῆσαι αὐ. ἐκεῖνον Eust.1370.23.

Greek (Liddell-Scott)

αὐθόρμητος: -ον, αὐτοθέλητος, ἑκούσιος, αὐτοκέλευστος, Εὐστ. 1188. 13. Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. 1370. 23.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ αὐθόρμητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που ενεργεί η εκδηλώνεται με δική του παρόρμηση, πηγαίος, φυσικός
μσν.
με δική του θέληση, εκούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + ορμώ < ορμή].

German (Pape)

selbst zugezogen, Schol. Soph. O.R. 1226.