αἰγικορεῖς
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
έων, οἱ, goatherds; name of one of the four Ionic tribes in Attica (cf. Hdt.5.66, who makes Αἰγικόρης son of Ion), E.lon1581, Plu.Sol. 23; also at Cyzicus, IGRom.4.144, cf. Αἰγικορὶς φυλή Ath.Mitt. 9.27. (Expl. as goatherds, but this is doubtful.)
Greek (Liddell-Scott)
αἰγικορεῖς: έων, οἱ, αἰγοβοσκοί· ὄνομα μιᾶς τῶν τεσσάρων ἀρχαίων φυλῶν τῆς Ἀττικῆς, (αἱ τρεῖς ἄλλαι ὠνομάζοντο Γελέοντες, Ἀργαδεῖς καὶ Ὅπλητες), Ἡρόδ. 5. 66, (ὅστις παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ Αἰγικόρης, ὃστις ἦν υἱὸς τοῦ Ἴωνος), Εὐρ. Ἴων 1581, Πλουτ. Σολ. 23: - Τέσσαρες φυλαὶ ὑπῆρχον ἐν Κυζίκῳ ἔχουσαι τὰ αὐτὰ ὀνόματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3665. - Περὶ τοῦ ἂν καὶ αἱ φυλαὶ αὗται ἦσαν αὐστηρῶς κεχωρισμέναι ἀπ’ ἀλλήλων (ὡς αἱ τῶν Ἰνδῶν castes), ἴδε Thirlw. Ἑλλ. Ἱστ. 2, σ. 4, κἑξ. Γροτίου τόμ. 4, σ. 69, Glint. Fasti I. σ. 53, Ἕρμαν. Πολ. Ἀρχ. § 94· (ἂν παράγεται ἐκ τοῦ αἴξ κορέννυμι, ἡ κυριολεκτικὴ σημασία εἶναι: οἱ τρέφοντες αἶγας· ἀλλ’ ὁ Κούρτιος ὑποθέτει, ὅτι τὸ ρ παριστάνει ἀρχαιότερόν τι λ, ὥστε ἡ ῥίζα τότε εἶναι ἡ αὐτὴ τῇ τοῦ βου-κόλος, αἰ-πόλος, Λατ. colo).
Greek Monotonic
αἰγικορεῖς: -έων, οἱ, οι αιγοβοσκοί, όνομα μίας εκ των τεσσάρων αρχαίων Αττικών Φυλών, σε Ηρόδ., Ευρ. (αν από τα αἴξ, κορέννυμι, τότε η κυριολεκτική σημασία της λέξης είναι «αυτοί που τρέφουν κατσίκια»).
Middle Liddell
goatherds; name of one of the four old Attic Tribes, Hdt., Eur. [If from αἴξ, κορέννυμι, the literal sense would be goatfeeders.]