αὐτοδημιούργητος
From LSJ
Ἡ γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache
English (LSJ)
αὐτοδημιούργητον, self-made, i.e. in the natural state, Hsch. s.v. αὐτόξυλον.
Spanish (DGE)
-ον hecho por sí mismo, natural Hsch.s.u. αὐτόξυλον.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοδημιούργητος: -ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ δημιουργηθείς, ὅ ἐ ἐν τῇ φυσικῇ αὐτοῦ καταστάσει, Ἡσύχ. ἐν λέξει αὐτόξυλον.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ αὐτοδημιούργητος, -ον)
νεοελλ.
(για πρόσωπα) αυτός που αναδείχθηκε με τις δικές του δυνάμεις και όχι με την υποστήριξη των άλλων
μσν.
αυτός που δημιουργήθηκε από μόνος του, που βρίσκεται στη φυσική του κατάσταση.