αὐτοδημιούργητος

From LSJ

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοδημιούργητος Medium diacritics: αὐτοδημιούργητος Low diacritics: αυτοδημιούργητος Capitals: ΑΥΤΟΔΗΜΙΟΥΡΓΗΤΟΣ
Transliteration A: autodēmioúrgētos Transliteration B: autodēmiourgētos Transliteration C: aftodimioyrgitos Beta Code: au)todhmiou/rghtos

English (LSJ)

αὐτοδημιούργητον, self-made, i.e. in the natural state, Hsch. s.v. αὐτόξυλον.

Spanish (DGE)

-ον hecho por sí mismo, natural Hsch.s.u. αὐτόξυλον.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοδημιούργητος: -ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ δημιουργηθείς, ὅ ἐ ἐν τῇ φυσικῇ αὐτοῦ καταστάσει, Ἡσύχ. ἐν λέξει αὐτόξυλον.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ αὐτοδημιούργητος, -ον)
νεοελλ.
(για πρόσωπα) αυτός που αναδείχθηκε με τις δικές του δυνάμεις και όχι με την υποστήριξη των άλλων
μσν.
αυτός που δημιουργήθηκε από μόνος του, που βρίσκεται στη φυσική του κατάσταση.