очевидный
From LSJ
Russian > Greek
φανερός, δῆλος, δέελος, καταφανής, περίφαντος, εὐομολόγητος, περίφωρος, ἀρίγνωτος, ἐπιπόλαιος, διαφανής, ἐξόφθαλμος, αὐτόφωρος, πρόδηλος, σύνδηλος, κατάδηλος, χειρόδεικτος, εὔγνωστος, ἐπιφανής, ἐμφανής, πρόοπτος, προὖπτος, προῦπτος, ἐπίδηλος, περιφανής, εὔδηλος, συμφανής, ἔνδηλος, σαφής, ἐναργής