βάραθρος
From LSJ
γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
English (LSJ)
[βᾰ], ὁ, one that ought to be thrown into the pit, Luc. Pseudol.17 (but perhaps neut.).
German (Pape)
[Seite 432] ὁ, ein Mensch, der in die Verbrechergrube, βάραθρον, geworfen zu werden verdient, Luc. Pseud. 17.
Russian (Dvoretsky)
βάραθρος: ὁ бран. заслуживающий быть сброшенным в баратр, т. е. негодяй Luc.
Greek (Liddell-Scott)
βάραθρος: ὁ, ὁ ἄξιος νὰ ῥιφθῇ εἰς τὸν λάκκον, (βάραθρον), Λουκ. Ψευδολ. 17.