βλαίσωσις

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλαίσωσις Medium diacritics: βλαίσωσις Low diacritics: βλαίσωσις Capitals: ΒΛΑΙΣΩΣΙΣ
Transliteration A: blaísōsis Transliteration B: blaisōsis Transliteration C: vlaisosis Beta Code: blai/swsis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A = βλαισότης, Gal.UP3.9.
II mctaph., retorting of a dilemma on its proposer, Arist.Rh.1399a26.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 zanqueamiento Gal.3.213.
2 ret. retorcimiento o redargución de un argumento, Arist.Rh.1399a26.

German (Pape)

[Seite 447] ἡ, eigtl. Krümmung der Füße nach außen, Galen.; wie praevaricatio übertr., Arist. rhet. 2, 23 med. ἡ βλ. τοῦτ' ἔστιν, ὅταν δυοῖν ἐναντίοιν ἑκατέρῳ ἀγαθὸν καὶ κακὸν ἕπηται, ἐναντία ἑκάτερα ἑκατέροις.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de rétorquer les tenues d'un dilemme en opposant des termes contraires.
Étymologie: βλαισός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλαίσωσις -εως, ἡ het omkeren (van een dilemma). Aristot. Rh. 1399a26.

Russian (Dvoretsky)

βλαίσωσις: εως ἡ досл. искривление, перегибание, перен. (о суждении) толкование в двух противоположных смыслах Arst.

Greek (Liddell-Scott)

βλαίσωσις: -εως, ἡ, = βλαισότης, Γαλην. ΙΙ. μεταφ., ἡ ἐπιστροφὴ διλήμματος ἐπὶ τὸν προτείναντα αὐτό, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 15.

Greek Monotonic

βλαίσωσις: -εως, ἡ (σαν να προερχόταν από ρ. βλαισόω), στρεβλότητα των ποδιών προς τα έξω, στράβωμα, σε Αριστ.

Middle Liddell

[as if from βλαισόω
distortion, retortion, Arist.