βοοσφαγία

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοοσφᾰγία Medium diacritics: βοοσφαγία Low diacritics: βοοσφαγία Capitals: ΒΟΟΣΦΑΓΙΑ
Transliteration A: boosphagía Transliteration B: boosphagia Transliteration C: voosfagia Beta Code: boosfagi/a

English (LSJ)

Ion. βοοσφαγίη, ἡ, slaughter of oxen, APl.4.101.

German (Pape)

[Seite 453] ἡ, das Rinderschlachten, Ep. ad. 287 (Plan. 101).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
égorgement de bœufs.
Étymologie: βοῦς, σφάζω.

Greek (Liddell-Scott)

βοοσφᾰγία: ἡ, σφαγὴ βοῶν, Ἀνθ. Πλαν. 101· πρβλ. βουσφαγέω.

Greek Monolingual

βοοσφαγία, η (Α)
σφαγή βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -σφαγία < -σφαγος < σφάζω.

Greek Monotonic

βοοσφᾰγία: ἡ (σφαγή), σφαγή των βοδιών, σε Ανθ.

Middle Liddell

σφαγή
slaughter of oxen, Anth.