βοστρυχίζω
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
English (LSJ)
curl hair, Anaxil.42; ἄρρενες βεβοστρυχισμένοι D.H.7.9: metaph., dress out, διαλόγους κτενίζειν καὶ β. Id.Comp.25.
Spanish (DGE)
(βοστρῠχίζω)
hacer bucles en el pelo, Anaxil.41
•en v. med. rizarse el pelo τοὺς ἄρρενας ὥσπερ τὰς παρθένους ἐκέλευσεν ... βοστρυχιζομένους D.H.7.9
•fig. adornar διαλόγους κτενίζων καὶ βοστρυχίζων D.H.Comp.25.32, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 454] in Locken legen, kräuseln, Anaxil. com. Poll. 2, 27; im med. von Jungfrauen, Dion. H. 7, 9; vom Styl des Plato, ausschmücken, C. V. 25.
Greek Monolingual
βοστρυχίζω (Α) βόστρυχος
1. σγουραίνω, κατσαρώνω τα μαλλιά
2. (για ύφος λόγου) πλέκω, στολίζω.