βοτάμια
From LSJ
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
English (LSJ)
τά, (βόσκω) pastures, dub. in Th.5.53.
Spanish (DGE)
-ων, τά
pastos ὃ δέον ἀπαγαγεῖν οὐκ ἀπέπεμπον ὑπὲρ βοταμίων Th.5.53.
German (Pape)
[Seite 454] τά, die Weideplätze, Thuc. 5, 53, od. Weidegeld; Andere lesen nach mss. ὑπὲρ παραποταμίων.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
pâturages.
Étymologie: cf. βοτάνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοτάμια -ων, τά βόσκω ?] weide. Thuc. 5.53 (tekst en bet. onzeker).
Russian (Dvoretsky)
βοτάμια: v.l. παραποτάμια τά пастбища Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
βοτάμια: τά, (βόσκω) βοσκαί, ἀμφίβ. παρὰ Θουκ. 5. 53· ἄλλ. παραποτάμια.
Greek Monotonic
βοτάμια: τά (βόσκω), λιβάδια, βοσκοτόπια, σε Θουκ.
Middle Liddell
βόσκω
pastures, meadows, Thuc.