βουνοβατέω
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
walk on or mount hills, πρῶνας AP6.218 (Alc.).
Spanish (DGE)
(βουνοβᾰτέω) subir, escalar πρῶνας AP 6.218 (Alc.Mess.).
German (Pape)
[Seite 458] Hügel besteigen, πρῶνας Alc. Mess. 8 (VI, 218).
French (Bailly abrégé)
βουνοβατῶ :
parcourir les collines.
Étymologie: βουνός, βατός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουνοβατέω βουνός, βαίνω door de heuvels lopen.
Russian (Dvoretsky)
βουνοβᾰτέω: ходить по холмам, бродить, обходить (Ἴδης πρῶνας Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
βουνοβᾰτέω: περιπατῶ ἤ ἀναβαίνω βουνά, πρῶνας ἐβουν. Ἀνθ. ΙΙ. 6. 218.
Greek Monotonic
βουνοβᾰτέω: μέλ. -ήσω (βαίνω), περπατώ ή ανεβαίνω στα βουνά, σε Ανθ.