βούγλωσσος

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούγλωσσος Medium diacritics: βούγλωσσος Low diacritics: βούγλωσσος Capitals: ΒΟΥΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: boúglōssos Transliteration B: bouglōssos Transliteration C: voyglossos Beta Code: bou/glwssos

English (LSJ)

Att. βούγλωττος, ὁ, βόγγλωττος (Matro Conv.77) and ἡ (Archestr. Fr.32.2), a fish, sole, Epich.65, Xenarch.8.4, Speus. ap. Ath.7.329f, Dorioib.330a; classed with σελάχη, Arist.Fr.280.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ, ἡ
• Alolema(s): át. βούγλωττος Dorio en Ath.330a, Ael.NA 11.23
1 ict. una especie de lenguado, Pleuronectes solea L. ὑαινίδες τε βούγλωσσοί τε καὶ κίθαρος Epich.29
incluido en la categoría de los σελάχη Arist.Fr.280, λαβεῖν ψῆτταν ... καὶ τὴν ὑπότρηχυν βούγλωσσον Archestr.SHell.163, βούγλωσσον ... ὃς ἔναιεν ἐν ἅλμῃ μορμυρούσῃ Matro SHell.534.77, ψῆττα, βούγλωσσοι εὔτροφοι καὶ ἡδεῖαι Diph.Siph. en Ath.356b, τῶν δὲ πλατέων βούγλωττον, ψῆτταν, ἔσχαρον Dorio en Ath.330a, incluido en la categoría de los σκληρόσαρκοι ἰχθύες Xenocr.1
identificado c. el át. ψῆττα Ath.288b, Sch.Pl.Smp.191d, cf. Xenarch.8.4, Speus.23, Ael.l.c.
2 bot. buglosa, flor morada, lengua de buey, Echium plantagineum, Plin.HN 25.81, 26.116, Isid.Etym.17.9.49.

German (Pape)

[Seite 456] ὁ (auch ἡ, Archestr. Ath. VII, 288 b), Ochsenzunge, ein Kraut, Diosc.; eine Fischart, Opp. H. 1, 99; Xenarch. Ath. VII, 319 a; Matro ib. IV, 136 b.

Greek (Liddell-Scott)

βούγλωσσος: Ἀττ. -ττος, ὁ, γλῶσσα βοός, φυτόν τι, πουράντσα, ἴδε Πλίν. 25. 8. ΙΙ. ὁ, καὶ ἡ (ἴδε Μάτρ. παρ’ Ἀθην. 136C, Ἀρχέστρ. αὐτόθι 288Α)· εἶδος ἰχθύος, «γλῶσσα» Ἐπίχ. 38 Ahr., πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 277, Ξέναρχ. Πορφ. 2. Ὀππ. Ἁλ. 1. 99.

Greek Monolingual

ο και βούγλωσσο, το (AM βούγλωσσος και βούγλωσσον, Α και βούγλωττος)
1. ονομασία διαφόρων φυτών του γένους Άγχουσα
2. το αρσ. ως ουσ.
βούγλωσσος, ο
το ψάρι γλώσσα
μσν.
ως επίθ. αυτός που μιλάει αργά και με δυσκολία.

Léxico de magia

ὁ bot. buglosa usada para hacer tinta λαβὼν βοτάνην χελκβει καὶ βούγλωσσον ὕλισον καὶ τὰ ἐκπιάσματα καῦσον toma chelkbei y buglosa, májalos y quema el líquido que resulte P V 70 P III 166 (fr. lac.)