βούμυκοι
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
οἱ, loud bellowings, a kind of subterranean noise, Arist.Pr.937b39; in Hsch. βούμῡκαι.
Spanish (DGE)
-ων, οἱ
ruidos sísmicos parecidos al mugido de bueyes Arist.Pr.937b39, Hsch.
German (Pape)
[Seite 458] οἱ, Ochsengebrüll, vgl. Arist. Probl. 25, 2.
Russian (Dvoretsky)
βούμῡκοι: οἱ (похожий на мычание) подземный гул (ἐν τοῖς ἕλεσι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
βούμῡκοι: οἱ, βοὴ ἠχηρὰ ὁμοία μυκηθμῷ βοός, εἶδος ὑπογείου μυκηθμοῦ, Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 1· παρ’ Ἡσυχ., βούμῡκαι.
Greek Monolingual
βούμυκοι, οι (Α)
υπόκωφη βοή, όμοια με μυκηθμό βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + μυκώμαι «μουγκρίζω»].