βούπαλις

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούπᾰλις Medium diacritics: βούπαλις Low diacritics: βούπαλις Capitals: ΒΟΥΠΑΛΙΣ
Transliteration A: boúpalis Transliteration B: boupalis Transliteration C: voypalis Beta Code: bou/palis

English (LSJ)

-εως, ὁ, ἡ, (πάλη) wrestling like a bull, i.e. hard-struggling, ἀεθλοσύνη APl.4.67.

German (Pape)

[Seite 459] ἀεθλοσύνη, mit ungeheurer Anstrengung, Ep. ad. 216 (Plan. 67).

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, ἡ)
qui combat comme un bœuf, qui combat avec force.
Étymologie: βοῦς, πάλη.

Greek (Liddell-Scott)

βούπᾰλις: -εως, ὁ, ἡ, (πάλη) συνιστάμενος εἰς πάλην δεινήν, ὡς ἡ μεταξὺ βοῶν, ἀεθλοσύνη Ἀνθ. Πλαν. 4. 67.

Greek Monolingual

βούπαλις, η (Α)
φρ. «βούπαλις ἀεθλοσύνη» — αγώνας σκληρός σαν να παλεύουν ταύροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + πάλη.

Greek Monotonic

βούπᾰλις: -εως, ὁ, ἡ (πάλη), αυτός που μάχεται σαν ταύρος, δηλ. ο σκληρά αγωνιζόμενος, αυτός που μοχθεί, που μάχεται αδιάκοπα, σε Ανθ.

Middle Liddell

πάλη
wrestling like a bull, i. e. hard-struggling, Anth.