βραχυσύμβολος
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
English (LSJ)
βραχυσύμβολον, bringing a small contribution, AP9.229 (Marc. Arg.).
Spanish (DGE)
(βρᾰχῠσύμβολος) -ον
que es una pequeña aportación al banquete, dicho de una botella AP 9.229 (Marc.Arg.).
German (Pape)
[Seite 462] λάγυνος, zum Mahle wenig beisteuernd, M. Arg. 18 (IX, 229).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui contribue pour peu.
Étymologie: βραχύς, συμβάλλω.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰχυσύμβολος: делающий небольшой вклад в пиршество, т. е. небольшой, скудный (λάγυνος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχῠσύμβολος: -ον, ὁ μικρὰν συνεισφορὰν εἰσφέρων, Ἀνθ. Π. 9. 229.
Greek Monolingual
βραχυσύμβολος, -ον (Α)
αυτός του οποίου η συμβολή ή η συνεισφορά είναι πολύ μικρή.
Greek Monotonic
βρᾰχῠσύμβολος: -ον (σύμβολον), αυτός που έχει μικρή συμβολή ή συνεισφορά, σε Ανθ.
Middle Liddell
σύμβολον
bringing a small contribution, Anth.