βριθύκερως

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρῑθύκερως Medium diacritics: βριθύκερως Low diacritics: βριθύκερως Capitals: ΒΡΙΘΥΚΕΡΩΣ
Transliteration A: brithýkerōs Transliteration B: brithykerōs Transliteration C: vrithykeros Beta Code: briqu/kerws

English (LSJ)

ων, gen. ω, with heavy horns, Opp.H.2.290.

German (Pape)

[Seite 464] ἔλαφος, mit schweren Hörnern, Opp. H. 2, 290.

Greek (Liddell-Scott)

βρῑθύκερως: -ων, γεν. -ω, ὁ βαρέα ἔχων κέρατα, Ὀππ. Ἁλ. 2. 290.

Greek Monolingual

βριθύκερως, -ων (Α)
αυτός που έχει βαριά κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βριθύς + -κερως < κέρας (πρβλ. αιγόκερως, βούκερως κ.ά.)].