βροτόομαι
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
Pass., (βρότος) to be stained with gore, βεβροτωμένα τεύχεα Od.11.41, Q.S.1.717; δράκων κάρα βεβρ. Stesich.42.
Spanish (DGE)
ser humano δράκων κάρα βεβροτωμένος dragón humano en cuanto a la cabeza, e.e. de cabeza humana Stesich.42
•hacerse mortal de Cristo encarnado, Gr.Naz.M.37.460A, ὁ βροτωθεὶς Λόγος el Verbo encarnado, Chr.Pat.511, cf. βροτός.
sólo perf. estar manchado de sangre βεβροτωμένα τεύχεα Od.11.41, Q.S.1.717, cf. βρότος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βροτόομαι βρότος met bloed besmeurd raken, ptc. perf. βεβροτωμένος met bloed besmeurd.
Russian (Dvoretsky)
βροτόομαι: покрываться кровью, pf. быть окровавленным (βεβρωτομένα τεύχεα Hom.; κάρα βεβρωτομένος ἄκρον Stesichorus ap. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
βροτόομαι: παθ. (βρότος) εἶμαι κεκηλιδωμένος μὲ αἷμα, βεβροτωμένα τεύχεα Ὀδ. Λ. 41, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 1. 717. ΙΙ. (βροτός), γίνομαι ἄνθρωπος, σαρκοῦμαι, ἐπὶ τοῦ Λυτρωτοῦ, παρ’ Ἐκκλ.· ἐν τῷ ἐνεργ., βρ. τοὺς λίθους, μετατρέπω αὐτοὺς εἰς ἀνθρώπους, Νικήτ. Εὐγ. 5. 205.
Greek Monotonic
βροτόομαι: (βρότος), Παθ., είμαι στιγματισμένος, κηλιδωμένος με αίμα, σε Ομήρ. Οδ.