γαλάκτινος
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
English (LSJ)
η, ον, milk-white, στήθεα AP5.192 (Diosc.); χιτών POxy.267.7 (i A. D.); milky, χρώματα PHolm.24.31; v.l. for γαλακτίζον, Dsc.2.175.
Spanish (DGE)
(γᾰλάκτινος) -η, -ον
blanco como la leche στήθεα AP 5.193 (Diosc.), χιτών POxy.267.7 (I d.C.), (συνθέσεις) PHamb.10.18 (II d.C.), χρώματα PHolm.142, cf. SB 9307.7, 11 (II/III d.C.).
German (Pape)
[Seite 470] = vorig., στήθεα Diosc. 9 (V, 193).
French (Bailly abrégé)
η, ον :
c. γαλακτικός.
Russian (Dvoretsky)
γᾰλάκτινος: молочно-белый (στήθεα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλάκτινος: -η, -ον, = τῷ προηγ., Ἀνθ. Π. 5. 193.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α γαλάκτινος, -η, -ον)
λευκός σαν γάλα.
Greek Monotonic
γᾰλάκτινος: -η, -ον (γάλα), γαλακτώδης, λευκός όπως το γάλα, σε Ανθ.