γαλάκτινος

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλάκτινος Medium diacritics: γαλάκτινος Low diacritics: γαλάκτινος Capitals: ΓΑΛΑΚΤΙΝΟΣ
Transliteration A: galáktinos Transliteration B: galaktinos Transliteration C: galaktinos Beta Code: gala/ktinos

English (LSJ)

η, ον, milk-white, στήθεα AP5.192 (Diosc.); χιτών POxy.267.7 (i A. D.); milky, χρώματα PHolm.24.31; v.l. for γαλακτίζον, Dsc.2.175.

Spanish (DGE)

(γᾰλάκτινος) -η, -ον
blanco como la leche στήθεα AP 5.193 (Diosc.), χιτών POxy.267.7 (I d.C.), (συνθέσεις) PHamb.10.18 (II d.C.), χρώματα PHolm.142, cf. SB 9307.7, 11 (II/III d.C.).

German (Pape)

[Seite 470] = vorig., στήθεα Diosc. 9 (V, 193).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
c. γαλακτικός.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλάκτινος: молочно-белый (στήθεα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλάκτινος: -η, -ον, = τῷ προηγ., Ἀνθ. Π. 5. 193.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α γαλάκτινος, -η, -ον)
λευκός σαν γάλα.

Greek Monotonic

γᾰλάκτινος: -η, -ον (γάλα), γαλακτώδης, λευκός όπως το γάλα, σε Ανθ.

Middle Liddell

γάλα
milky, milk-white, Anth.