γαλακτικός
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
German (Pape)
[Seite 470] milchweiß, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
blanc comme du lait.
Étymologie: γάλα.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλακτικός: -ή, -όν, γαλακτώδης, ὅμοιος γάλακτι, λευκὸς ὡς γάλα, διάφ. γραφ. παρὰ Διοσκ. 2. 205.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
blanco como la leche, lechoso de un ungüento, Marcell.Emp.8.7, λίθος Hippol.Haer.4.33.3.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α γαλακτικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο γάλα ή προέρχεται απ' αυτό
2. φρ. α) «γαλακτική ζύμωση» — η μετατροπή σακχάρου σε γαλακτικό οξύ
6) «γαλακτικό οξύ» — οργανική ένωση που περιέχεται σε ορισμένους φυτικούς χυμούς, στο αίμα και τους μυς των ζώων και του ανθρώπου
αρχ.
ο γαλακτώδης, ο λευκός σαν γάλα.