γελασείω
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
English (LSJ)
Desiderat. of γελάω, to be ready to laugh, Pl.Phd. 64b.
Spanish (DGE)
ser proclive a la risa, tener ganas de reirse μὲ ... γελασείοντα ἐποίησας γελάσαι Pl.Phd.6, οὔ τι μάλα γελασείων, ἐγέλασεν Eun.VS 458, οὗτοι γελασείοντες ἐν ταὐτῷ Synes.Regn.14, cf. Clem.Al.Prot.2.15.3, Sud.
German (Pape)
[Seite 478] desider. zu γελάω, ich möchte gern lachen, Plat. Phaed. 64 b.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
avoir envie de rire.
Étymologie: désidér. de γελάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γελασείω, desid. bij γελάω, zin hebben om te lachen.
Russian (Dvoretsky)
γελᾰσείω: [desiderat. к γελάω испытывать желание смеяться: τὸν μὴ γελασείοντα ποιῆσαι γελάσαι Plat. рассмешить того, у кого совсем нет охоты смеяться.
Greek (Liddell-Scott)
γελᾰσείω: ἐφετ. τοῦ γελάω, ἔχω ὄρεξιν νὰ γελάσω, Πλάτ. Φαίδωνι 64Β, Valck. Φοιν. 1214.
Greek Monolingual
γελασείω (Α) γελώ
θέλω να γελάσω, μού 'ρχεται να γελάσω.
Greek Monotonic
γελᾰσείω: εφετικό του γελάω, έχω όρεξη να γελάσω, είμαι έτοιμος να γελάσω, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[Desiderat. of γελάω,]
to be like to laugh, ready to laugh, Plat.